- αναδέω
- ἀναδέω (ΑΜ)Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά.ΙΙ. μέσ.1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώμσν.μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μουαρχ.Ι. ενεργ.1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με στεφάνι, στεφανώνω2. αναφέρω, ανάγω «Ἑκαταίῳ... ἀναδήσαντι τὴν πατριὴν ἐς ἐκκεδέκατον θεόν» (Ηρόδ. 2, 143) ΙΙ. μέσ.1. δένω κάτι επάνω μου με σκοινί2. (για πλοία) προσδένω και σύρω, ρυμουλκώ3. κάνω κάποιον ή κάτι να εξαρτάται από κάπου, προσηλώνω, εξαρτώΙΙΙ. παθ. είμαι εφοδιασμένος με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέω.ΠΑΡ. ανάδεση (-ις) αρχ. ἀναδέσμη, ἀνάδετος, ἀνάδημανεοελλ.αναδένω, αναδετικός].
Dictionary of Greek. 2013.